- μούρλια
- ηβλ. μούρλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μούρλια — μούρλια, η και μούρλα, η 1. τρέλα, παλαβομάρα, ανισορροπία. 2. φρ., «Είναι μούρλια», είναι θαυμάσιο, εξαιρετικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούρλα — και μούρλια, η 1. τρέλα, παραφροσύνη, ανισορροπία 2. μτφ. απερίσκεπτη ενέργεια 3. (στον τ. μούρλια) α) ως επίθ. έξοχος, υπέροχος («αγόρασα ένα φόρεμα μούρλια») β) (ως επίρρ.) έξοχα, θαυμάσια («σού πάει μούρλια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ … Dictionary of Greek
βούρλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κέχρου. * * * η [βουρλαίνω] 1. τρέλα, μούρλια 2. η νόσος των προβάτων διστομίαση, κλαπάτσα … Dictionary of Greek
ζουρλός — ή, ό 1. ανόητος, τρελός, παράφρονας 2. πολύ ζωηρός, υπερβολικά χαρούμενος, αυτός που εκδηλώνεται παράφορα («ζουρλός απ τη χαρά του») 3. φρ. «ζουρλός παπάς σέ βάφτισε» για άνθρωπο που μωρολογεί ή προβαίνει σε πράξεις ανόητες και άκοσμες. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek